- κνυζημα
- κνύζημα-ατος τό взвизгивание, невнятный звук или лепет
(τῶν παιδίων Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν παιδίων Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνύζημα — κνύζημα, τὸ (Α) [κνυζώ (Ι)] το κλαψούρισμα μικρού παιδιού … Dictionary of Greek
κνυζημάτων — κνύζημα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζήμασι — κνύζημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζήμασιν — κνύζημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)